- συρραφή
- η, ΝΜΑ [συρράπτω]σύναψη με ραφή, ράψιμονεοελλ.1. (για σύγγραμμα) σύνθεση με ύλη από διάφορα συγγράμματα, συμπίληση2. συνένωση τεμαχίων υφάσματος για κατασκευή ιστίων και σκηνών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συρραφή — sewing together fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συρραφῇ — συρράπτω sew aor subj pass 3rd sg συρραφῆι , συρραφεύς one who stitches together masc dat sg (epic ionic) συρραφή sewing together fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συρραφή — η 1. ράψιμο δύο ή περισσότερων πραγμάτων. 2. μτφ., στο γραπτό λόγο το να μαζεύει κανείς στοιχεία από διάφορες πηγές και να συγκροτεί ένα όλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συρραφήν — συρραφή sewing together fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέντρωνας — ο (ΑΜ κέντρων) [κέντρον] νεοελλ. 1. λογοτεχνικό είδος τής μεταγενέστερης ελληνικής λογοτεχνίας 2. μελόδραμα που η μουσική του προέρχεται από συρραφή αποσπασμάτων άλλων γνωστών μουσικών έργων μσν. μτφ. συρραφή από στίχους διαφόρων ποιητών αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
συρραπτικός — ή, ό, Ν [συρράπτω] 1. αυτός που χρησιμεύει για συρραφή 2. το ουδ. ως ουσ. το συρραπτικό ειδικό όργανο με το οποίο γίνεται συρραφή φύλλων χαρτιού … Dictionary of Greek
Χριστός — I (από το χρίω, μετάφραση του εβραϊκού μασιά = ο κεχρισμένος, ο μεσσίας). Τίτλος που δίνεται στον Ιησού. Με τον Απόστολο Παύλο ο όρος πήρε διπλή σημασία: χωρίς άρθρο έγινε δεύτερο κύριο όνομα, Ιησούς Χριστός, και αναφέρεται στην προσωπικότητά του … Dictionary of Greek
αγκτήρας — ο (Α ἀγκτὴρ) [ἄγχω] 1. χειρουργική λαβίδα με την οποία συγκρατούνται τα χείλη τού τραύματος κατά τη συρραφή 2. στον πληθ. οι αγκτήρες ιατρικός επίδεσμος … Dictionary of Greek
αζούρ — (γαλλ. ajour). Είδος κεντήματος που γίνεται, στην πρώτη φάση, με την αφαίρεση κλωστών από το ύφασμα και μετά με τη συρραφή, με ειδικό τρόπο, εκείνων που απέμειναν. Υπάρχουν πολλοί τύποι α. * * * το (άκλιτο) είδος διάτρητου κεντήματος, που… … Dictionary of Greek
αναρραφή — ἀναρραφή, η (Μ) (για τα βλέφαρα) ραφή, συρραφή προς τα επάνω … Dictionary of Greek